- μεγαλαυχούμενος
- μεγαλαυχέωboastpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλαυχώ — (ΑM μαγαλαυχῶ), έω) [μεγάλαυχος] καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ β. «κατὰ πάντα δὴ ταῡτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.) μσν. αρχ. (με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς… … Dictionary of Greek